Τελευταίες Ειδήσεις

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ




(Ένα διαμάντι της λογοτεχνίας μας)

 

 Με επιμέλεια του Κων/νου Β. Παυλάκου,

π. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων

 

 


            (Ο Σπύρος ένα από τα πιο λεβέντικα τσοπανόπουλα του Σουλιού, πρώτος στον ντουφέκι, στο λιθάρι, στις τρεις, στην ομορφιά, στο τραγούδι, στο χορό και στο περπάτημα, παντρευόταν την πεντάμορφη Χάιδω από την Κιάφα. Δεν είχε μείνει άνθρωπος που να μην έλεγε: Χαρά  στο  ταιριασμένο  τ’ αντρόγυνο
αϊτός παίρνει την περιστέρα κι η περιστέρα τον αϊτό.

Μα τη στιγμή που πάτησε η νύφη το κατώφλι της θύρας του γαμπρού κι έπεφταν τα ντουφέκια σα χαλάζι, έμπηξε η νύφη ένα ξεφωνητό μεγάλο, σωριάστηκε κατά γής και μαύρο αίμα πετάχτηκε απ’ τα στήθια της και χύθηκε σαν αυλάκι πάνω στην κάτασπρη κι ηλιόπλουμη φορεσιά της !

Η Χάϊδω ήταν νεκρή ! Σκόρπιο κι άλαλο γύρισε πίσω όλο το Σούλι με δακρυσμένα μάτια και λύπη βαρειά στα στήθια. Μόνον ο γαμπρός ο Σπύρος δε φάνηκε πουθενά).

Κανείς δεν τον είδε κατά πού είχε κάνει. Κανείς δεν τον είδε τι δρόμον είχε πάρει. Το άλογό του γύρισε μονάχο στο σπίτι του χωρίς καβαλλάρη και με τα χαλινάρια σβάρνα. Άλλοι έλεγαν ότι θα έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκεν, άλλοι ότι θα τρύπωσε σε καμμιά σπηλιά κι εκεί πέθανεν από την πίκρα του, χωρίς να τον ιδή κανείς, κι άλλοι ότι επήρε των ομματιών του. Το Σούλι τον έχασε, το σπίτι του τον ξέγραψεν από τους ζωντανούς κι έκανε τα μνημόσυνά του!

Όπως η λύπη τρώγει τη χαρά, έτσι κι ο καιρός τρώγει τη λύπη, σαν που τρώγει κι όλα τα πράματα. Πέρασαν χρόνια πολλά και ξεχάστηκεν ο νυφιάτικος θάνατος της Χάιδως από την Κιάφα κι ο γαμπριάτικος χαμός του Σπύρου από το Σούλι.

Μια μέρα, ύστερα από σαράντα χρόνια από το σκοτωμό της Χάϊδως και το ξαφανισμό του Σπύρου, λίγους μήνες ύστερα από τον πρώτο πόλεμο, που έχουν κάνει οι Σουλιώτες με τον Αλή- πασά, ’φανίστηκεν ένας καλόγηρος, ξηντάρης απάνω κάτω στην ηλικία, ψηλά στο μοναστήρι του Σουλιού το αθάνατο Κούγκι. Έρχουνταν από τον Άγιο Όρος κι ήξερε πολλές γλώσσες, και τα ρούσικα. Έφερε σταυρούς για τες γυναίκες και τα παλληκάρια και κομπολόγια για τους γέροντας και τις γριές. Κανένας δεν τον είχεν ιδεί ποτέ ούτε είχε μάθει πούθε κρατούσεν η γενιά του. Ήταν πάντα κατσουφιασμένος, κι όταν τον ρωτούσαν πούθε είναι, άλλαζε κουβέντα και δεν απολογιόταν. Σε λίγο εκέρδισε την εμπιστοσύνη των Σουλιωτών, έγινε γούμενος, πνευματικός και δάσκαλος όλων των Σουλιών και των Παρασουλιών. Ώμνυαν όλοι στ’ όνομά του, και δεν ήταν κρίσι και φιλονικία, που να μήν παν σ’ αυτόν. Ό,τι έλεγεν ήταν καλώς ειπωμένο και ό,τι έκανε καλώς καμωμένο, κι όλοι τον έλεγαν Άι- Καλόγερο.

Το ψυχοσάββατο συνήθιζαν οι Σουλιώτες να κάνουν μνημόσυνα στο μοναστήρι του Κουγκιού. Ο Άι- Καλόγερος μνημόνευε τα πεθαμένα ονόματα όλων των σπιτιών του Σουλιού. Κοντά στους άλλους έδωκε τη φυλλάδα των πεθαμένων και ο μικρότερος αδερφός του ξαφανισμένου γαμπρού Σπύρου, για να τους μνημονεύση. Ο γούμενος άρχισε να μνημονεύη τα ονόματα ψηλά  στες σκουτέλες, που ήταν γεμάτες κόλλυβα, και αντί να μνημονεύση το όνομα «Σπύρος», που ήταν γραμμένο στη φυλλάδα, μνημόνεψε «Χάϊδω», που δεν ήταν γραμμένον. Ο Φώτος που είχε τ’ αυτιά του εκεί, το κατάλαβε κι είπε του γούμενου:

-Σπύρο, δέσποτά μου, κι όχι Χάϊδω!

Ο γούμενος ξεροκατάπιε δυο τρείς φορές μη μπορώντας να ξεστομίση το όνομα του Σπύρου, αλλ’ ο Φώτος του μετάειπε :

-Μνημόνεψε, Άγιε γούμενε, το όνομα του Σπύρου μου !
            Στη στιγμή του γούμενου τα μάτια ξεχείλισαν από τα δάκρυα, κι όπως ήταν γιεροφορεμένος με το θυμιατήρι στο δεξί και με τη φυλλάδα στο ζερβί αγκάλιασε το Φώτο και του είπε κλαίγοντας.

- Η Χάϊδω, Φώτο μου, θέλει μνημόνευμα! Ο Σπύρος ζη κι είναι μπροστά σου !

Ξαπόρεσαν όλοι όσοι βρίσκονταν στην εκκλησιά του Κουγκιού, μαθόντας ότι ο άγνωστος γούμενος ήταν ο γαμπροχαμένος Σπύρος, κι από τότε τον ωνόμασαν από Άι- Καλόγερο, που τον έλεγαν, Καπετάν Καλόγερο, και σ’ όλους τους πολέμους, που έκανε το Σούλι με τον Αλή- πασά, ήταν πρώτος και πάντα χρησίμευε να καταπαύη τες διχόνοιες, που φύτρωναν ανάμεσα στους αρχηγούς του Σουλιού.

Στις 18 Αντριώς του 1803, λίγες μέρες ύστερα από τον πρώτο χαλασμό του Σουλιού, ο Καπετάν Καλόγερος, μη θέλοντας να παραδώσει στα χέρια του τυράννου των εαυτόν του, τους δώδεκα συντρόφους του και το αγαπημένο του Κούγκι, αφού περικυκλώθηκεν από χιλιάδες οχτρούς και δεν είχεν άλλο τρόπο να τους σκοτώση, κι αφού μετάλαβε τους συντρόφους του, έρριξε μιά πιστολιά μέσα στο υπόγειο της εκκλησιάς, που βρίσκονταν εκατό βαρέλια γεμάτα μπαρούτι, ανατινάχθηκαν στον αέρα ανακατωμένοι με φωτιά, καπνό, άρματα, πέτρες, ξύλα, αίματα, βόγγους, κλάμματα, λαχτάρα και κουρνιαχτό. Κι η Ιστορία στο πλάϊ του Σουλιού έγραφε με άσβεστα χρυσά γράμματα το όνομα του Καπετάν Καλόγερου «Σαμουήλης» !

Χρ. Χριστοβασίλης

(1861-1937, Σουλιώτικης Καταγωγής)

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.