Η ΙΕΡΟΣΥΝΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει
κάποιος για τέτοια υψηλά πράγματα. Ο ήλιος είναι και ψηλά και η λαμπρότητα του
είναι τέτοια που κλείνει το φως των ματιών μόλις κάποιος τον αντικρίσει.
Κι αν η αδυναμία να κοιτάξεις κατάματα
τον κτιστό ήλιο είναι τεράστια, πόσο άραγε τεράστια είναι η αδυναμία να
μιλήσεις για την ιεροσύνη; Ακόμη δε περισσότερο πόσο φτωχή είναι η σκέψη, ο
νους, η θέληση, το σώμα, η ψυχή, να δεχτούν τις δωρεές της άκτιστης θείας
χάριτος; Μπορείς έστω για λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάξεις τον ήλιο; Αν δεν
μπορείς να τιθασεύσεις το λούσιμο φωτός του ηλίου, που είναι ένα δημιούργημα,
πως θα μπορέσεις να δεχτείς όλη σου η ύπαρξη να εμβαπτιστεί στο μυστήριο της
τριαδικής παρουσίας;
Αυτό είναι ακατανόητο, άφραστο,
απερινόητο, ακατάληπτο μυστήριο, για να δανειστώ τις πλέον κατάλληλες εκφράσεις
αποφατικής ομολογίας του μυστηρίου του Θεού. Είναι τόσο υψηλή η διακονία αυτή,
που ακόμη και οι Πατέρες με πολύ μεγάλο σεβασμό στέκονται ενώπιον της θείας
αυτής δωρεάς, και κάποιες φορές αδυνατούν να συλλάβουν το άπειρο και αμέτρητο
έλεος του Θεού, ο οποίος δίνει τη χάρη του σ’ εκείνον που Τον διακονεί στο ιερό
θυσιαστήριο. Είναι έκδηλο στην πατερική γραμματεία, πως οι Πατέρες κλίνουν γόνυ
στο μυστήριο αυτό, το οποίο με λέξεις του όντος χαρακτηρίζεται ως «υπούργημα».
Και λέω «λέξεις του όντος» καθώς όλες οι λέξεις είναι φτωχές για να εκφράσουν
το μεγαλείο του μυστηρίου αυτού. Κι όμως ακόμη και σ’ αυτό το ανέκφραστο και
αχώρητο μυστήριο κατά το οποίο ο λειτουργός γίνεται κοινωνός της θείας χάριτος,
ο άγιος Θεός καλεί σε χαρισματική υιοθεσία τον λειτουργό του και όσους δέχονται
την αγιαστική δύναμη της θείας χάριτος.
Στην πατερική γραμματεία πιο
γνωστοί είναι οι λόγοι του Ιωάννη Χρυσοστόμου, που έχουν γραφτεί για την
ιεροσύνη. Εξίσου πνευματικά ωφέλιμοι είναι και οι λόγοι του Γρηγορίου Θεολόγου.
Στέκομαι στους λόγους του Γρηγορίου, τους οποίους και εκθέτει στον «Απολογητικό
περί της φυγής εις τον Πόντον». Με εκπλήσσει ο Γρηγόριος. Απορώ με την
ταπείνωση του. Μα περισσότερο απορώ με την άρνηση του να δεχτεί το σχέδιο του
Θεού. Ακόμη και στον «Απολογητικό εις πατέρα και Βασίλειον» είναι πικραμένος
και δεν το κρύβει, γιατί οδηγείται βιαίως στη χειροτονία.
Παρόλα αυτά, αν και γνωρίζει πως
δεν μπορεί να αποφύγει το θείο θέλημα, εκείνος σε όλο του τον «Απολογητικό της
εις τον Πόντον φυγής» περιγράφει τις τάσεις φυγής που είχε ώστε να μην
χειροτονηθεί. Όπου κι αν πήγαινε είχε τάσεις φυγής, ποτέ και πουθενά δεν
ησύχαζε. Ολόκληρη του η ύπαρξη είχε άκρα, την απόλυτη τολμώ να πω, επίγνωση του
ύψους της ιεροσύνης. Αντιλαμβανόταν το μέγιστο της ιεροσύνης, τη θεία της φύση
και δεν έβρισκε τον εαυτό του άξιο να δεχτεί αυτή τη δωρεά του Θεού.
Επαναστατούσε, άλλαζε τόπους και μέρη, ταξίδευε, δραπέτευε, δεν υπέκυπτε στις
πιέσεις του αδερφού του Μ. Βασιλείου, δεν ήθελε επουδενί να αναλάβει αυτή την
ύψιστη τιμή από τον Θεό. Και απορούσε. Γι’ αυτό και στον Απολογητικό του έγραφε πως θεωρούσε την ιεροσύνη τόσο μεγάλη, γιατί
έπρεπε να ζει πάνω από τα ορατά πράγματα, να μένει και να γίνεται διαρκώς
καθρέπτης ο οποίος θα παίρνει φως από το φως και θα το κάνει να φαίνεται
λαμπρότερο μέσα από το σκοτεινότερο. Εκείνο που αξιομνημονεύτως σημειώνει στους
λόγους του, αφορά εκείνους που θεωρούν την ιεροσύνη βιοποριστικό επάγγελμα και
ως ανεξέλεγκτη εξουσία. Κι όμως, παρά τις τάσεις φυγής και την προσπάθεια του
να αποφύγει τη χειροτονία, ο Γρηγόριος διήλθε διά πυρός και ύδατος και ο
Χριστός τον εξήγαγε εις αναψυχή, κατά τον ψαλμικό στίχο (ψαλμ. 65).
Η ιεροσύνη δεν «είναι». Θέλω να
πω, πως δεν έχει οντολογία, δεν εκφράζεται με όρους της κτιστής περατότητας,
όρους ανίκανους ακόμη και να ψηλαφίσουν τις θείες δωρεές ως ακατάληπτη τριαδική
φανέρωση στην φτωχή υπαρξιακή ανεπάρκεια του σύγχρονου ανθρώπου που καλείται να
γίνει αυτό που δεν είναι, ποτέ δεν θα γίνει και που γίνεται κατά χάριν. Δεν
έχει δική της αυθυπαρξία η ιεροσύνη. Δεν υπάρχει από μόνη της, αλλά παρέχεται
από Εκείνον που με θαυμαστό τρόπο επιλέγει τους λειτουργούς του ιερού
θυσιαστηρίου. Αποτελεί την αμέτρητη φιλανθρωπία στην υπαρξιακή ένδεια. Πλέον
ασυμβίβαστη με την κτιστότητα της ανθρώπινης φύσης.
Η ιεροσύνη δεν είναι επάγγελμα.
Δεν είναι το αποκούμπι των απογοητευμένων και η ελπίς των απελπισμένων. Δεν
είναι η προσωπική αποκατάσταση, μήτε η εύκολη λύση. Δεν είναι λύση αλλά κλήση.
Ούτε προϋποθέτει τον εξαναγκασμό του Θεού και την ανυπακοή στο θέλημα Του. Έχω
την αίσθηση, μα περισσότερο ισχυρή την πίστη, πως όσες τάσεις φυγής κι αν
έρθουν, όσο κι αν κρυφτεί κάποιος, όσες φορές κι αν νιώσει πλήρη αναξιότητα να
δεχτεί την ύψιστη αυτή δωρεά, αν ο Θεός θέλει να τον βρει και θα τον βρει και
θα τον αξιώσει. Τους λόγους του πως
της λειτουργίας του θείου θελήματος κανείς άνθρωπος επί γης, όλων των εποχών,
όλων των κοινωνιών και όλων των κοινωνικών στρωμάτων, δεν μπορεί αν τους
προσεγγίσει, πόσο δε μάλλον να τους εξηγήσει.
Δεν είναι του καθενός να
περιεργάζεται τον τρόπο με τον οποίο ο τριαδικός Θεός ενεργείς την προσωπική
ζωή του καθενός. Είναι εντυπωσιακός. Και μένω μόνο σ’ αυτό. Και προσθέτω πως
είναι και άγνωστος. Πρωτίστως δε άγνωστος, αποκαλυπτόμενος όμως εν τη ιδία ιδιοσυγκρασία
του καθενός ως συνάντηση με την ιδιαιτερότητα του κάθε προσώπου. Μόνο ο Θεός
γνωρίζει πως επιλέγει και γιατί επιλέγει. Και φυσικά, ο χρόνος που
νοηματοδοτείται ως στιγμιαίος καιρός, ως ο κάθε καιρός στη σύνολη εκφραστική
τοποθέτηση της ατίθασης ορμητικότητας της κίνησης, φανερώνεται ως ικανός μα και
δυναμικός ενός δηλωτικού ξεθωριάσματος του τρόπου με τον οποίο ο Θεός
τοποθετείται απέναντι σ’ εκείνον που επιλέγει να τον διακονήσει.
Δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω,
αλλά το πρώτο μου έρχεται στο νου και ανερυθρίαστα καθώς και αμετανόητα μπορώ
να πω, είναι πως η ιεροσύνη έχει μέσα της το στοιχείο της ερωτικότητας. Και για
να μην σκανδαλιστούν όσοι δεν κατανοούν τον λόγο αυτό και αναζητούν αφορμές για
να υπάρξει ο λόγος τους, είναι αδύνατον η κλίση της ιεροσύνης να υπάρξει εάν
δεν υφίσταται κατά πάντα και δια πάντα, η ερωτικότητα προς το πρόσωπο του
εραστού Θεού. Αν δεν είσαι ερωτευμένος με τον Χριστό, αν δεν έχεις αυτή την
«καψούρα» όπως με χαμόγελο λέει συχνά ο Μητροπολίτης Ν. Κρήνης & Καλαμαριάς
π. Ιουστίνο, πώς να κινηθεί η ψυχή στην ιεροσύνη; Πώς τα αισθητήρια να έλκουν
τον πόθο τους και να ελκύονται από τα χάρη του Θεού;
Η ιεροσύνη ποτέ δεν αποτέλεσε
προσωπική υπόθεση κανενός. Και ποτέ δεν υπήρξε, μα και δεν επιβίωσε, ως
προσωπικό στοίχημα. Δεν είναι μία ακόμη απέλπιδα προσπάθεια του να κρατηθώ
ζωντανός, αλλά του να γίνομαι ζωνταντός. Δεν νοείται, δεν μετριέται, δεν
δωροδοκείται. Δεν απαιτείς να γίνεις λειτουργός του Θεού. Χάνεσαι, φεύγεις,
κρύβεσαι όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Το αν ο Θεός όμως, θέλει να σε βρει και
να σε αξιώσει, είναι δικό Του θέλημα. Πολλές φορές, ίσως τις περισσότερες,
άγνωστο και ανερμήνευτο. Όπως ο Θεός…
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.